-
1 γκαράζ
[нгараз] ουα. ο. άκλ гараж.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γκαράζ
-
2 γκαράζ
[нгараз] ουα. ο. άκλ гараж. -
3 гараж
-
4 гараж
το αμαξοστάσιο, разг. το γκαράζ (ξεν)ставить машину в - βάζω το αυτοκίνητο στο -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гараж
-
5 гараж
гаражм τό γκαράζ. -
6 garage
1) (a building in which a car etc is kept: a house with a garage.) γκαράζ2) (a building where cars are repaired and usually petrol, oil etc is sold: He has taken his car to the garage to be repaired.) συνεργείο -
7 гараж
[γκαράσ] ουσ. α. γκαράζ -
8 гараж
[γκαράσ] ουσ α γκαράζ -
9 впятить
впячу, впятишь, ρ.σ.μ. (απλ.) βάζω μέσα με κίνηση προς τα πίσω•-ли машину в гараж έβαλαν το αυτοκίνητο στο γκαράζ με σπρώξιμο προς τα πίσω.
-
10 таксомоторный
επ.του ή των ταξί•таксомоторный гараж γκαράζ των ταξί•
-ое движение η κίνηση των ταξί.
См. также в других словарях:
γκαράζ — το (λ. γαλλ.) 1. χώρος στεγασμένος για τη φύλαξη αυτοκινήτων: Στην αυλή θα κατασκευάσουμε γκαράζ. 2. μηχανουργείο όπου επισκευάζονται αυτοκίνητα, συνεργείο: Άφησα το αυτοκίνητο στο γκαράζ γιατί έπαθε σοβαρή ζημιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γκαράζ — και γκαράζι, το 1. ειδικός χώρος για να σταθμεύουν αυτοκίνητα 2. εργαστήριο επισκευής και συντηρήσεως αυτοκινήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. garage < garer «βάζω σε σταθμό, υποστεγάζω»] … Dictionary of Greek
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek
Γκρούεν, Βίκτορ Ντάβιντ — (Victor David Gruen, Βιέννη 1903 – Βιέννη 1980). Αμερικανός αρχιτέκτονας και πολεοδόμος. Υπήρξε από τους πιο ικανούς και πρωτότυπους ερμηνευτές του πρόσφατου αμερικανικού πολιτισμού, του οποίου κατανόησε πλήρως την πλευρά που αφορά τη μαζική… … Dictionary of Greek
Christoforos Liontakis — Χριστόφορος Λιοντάκης Born 1945 Heraklion, Greece Occupation Poet, translator Nationality Greek … Wikipedia
Christoforos Liontakis — Nombre completo Christoforos Liontakis Χριστόφορος Λιοντάκης Nacimiento 1945 Heraclión, Grecia Ocupación Poeta, traductor Nacionalidad … Wikipedia Español
απόβαση — Επιθετική πολεμική επιχείρηση από τη θάλασσα, με δυνάμεις που μεταφέρονται κυρίως με πλοία ή άλλα σκάφη, με σκοπό την κατάληψη ενός μέρους εχθρικής ακτής και την εγκατάσταση προγεφυρώματος. Στη σύγχρονη στρατιωτική ορολογία, η α. συναντάται με… … Dictionary of Greek
μπιραριέρης — ο, θηλ. μπιραριέρα και μπιραριέρισσα ιδιοκτήτης ή υπάλληλος μπιραρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπιραρία + κατάλ. ιέρης (πρβλ. γκαραζ ιέρης)] … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
αεροδρόμιο ή αερολιμένας — Συγκρότημα κτιρίων και υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναχώρηση, άφιξη και συντήρηση αεροπλάνων καθώς και με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που συνδέονται με την εναέρια διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στα τελευταία χρόνια, με την… … Dictionary of Greek
Βόζνιακ, Στιβ — (Steven Wozniak,Καλιφόρνια 1950 –). Αμερικανός ηλεκτρολόγος μηχανικός και επιχειρηματίας. Μεγάλωσε στην περιοχή που σήμερα είναι γνωστή ως Σίλικον Βάλεϊ, πατρίδα της τεχνολογίας των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει τις… … Dictionary of Greek